Κάτω Πετάλι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 117 κάτ.) της Σίφνου. Βρίσκεται στην ανατολική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σίφνου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Petalii — Lage der Inseln Die Petalii (griechisch Πεταλιοί (m. pl.), auch Petali, Petalische Inselgruppe, lat. Petaliae) sind eine Inselgruppe von zehn kleinen Inseln vor der westlichen Küste Euböas, rund 17 km von der Ostküste Attikas entfernt.… … Deutsch Wikipedia
поталь — ж. сусальное золото , русск. цслав. петель украшение из него (Путят. мин. ХI в.). Из ср. греч. πετάλι(ο)ν: греч. πέταλον лист, пластина ; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 148; Маценауэр 405. Едва ли связано с таять, талый, вопреки Горяеву (Доп. 1, 37) … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
πέδιλο(ν) — το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Α είδος υποδήματος που υπάρχει από την αρχαιότητα και το οποίο καλύπτει με δέρμα ή παρόμοιο υλικό μόνο το πέλμα ή και τον ταρσό τού ποδιού, ενώ συγκρατείται πάνω στο πόδι με κορδόνια ή λουριά, σανδάλι νεοελλ. αρχ.… … Dictionary of Greek
σιφνός — Νησί των Κυκλάδων, N.A. της Σερίφου και Β.Δ. της Μήλου (έκταση 73,18 τ. χλμ., κάτ. 1960). Η Σ. έχει έδαφος ορεινό, με υψηλότερες κορυφές τον Προφήτη Ηλία (649 μ.) και τον Άγιο Συμεών (500 μ.). Το έδαφός της αποτελείται από πετρώματα γρανίτη,… … Dictionary of Greek
beteală — BETEÁLĂ s.f. 1. (Adesea fig.) Fir lung de metal auriu sau argintiu. ♦ spec. Podoabă făcută din asemenea fire (pentru mirese). [var.: peteală s.f.] 2. (bot.) Orzoaică de baltă (Vallisneria spiralis). [var.: peteálă s.f.] – Din ngr. petál … Dicționar Român